Θέσεις και Αντιθέσεις

‘Ή Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Μια Συστηµατική Ανάλυση, Παρουσίαση και Προβολή της στον 21 ο Αιώνα ως Υποσυστήµατοςτου Ευρύτερου Εκπαιδευτικού Συστήµατος της Χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Posted in Uncategorized by kkarmas on 02/04/2010

ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟIΚΟΝΟΜIΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ  ΚΑΙ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΚΠΑIΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ή Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Μια Συστηµατική Ανάλυση,
Παρουσίαση και Προβολή της στον 21 ο Αιώνα ως Υποσυστήµατοςτου
Ευρύτερου Εκπαιδευτικού Συστήµατος της Χώρας και της Ευρωπα
ϊκής

Ένωσης» .

Κωνσταντίνου Α. Κάρµα, Μ.ΡhίΙ., Ph.D

[Εισήγηση Κωνσταντίνου Α. Κάρµα, Ερευνητή ΑΒαθµίδας του Κέντρου Προγραµµατισµού και
Οικονοµικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Επιστηµονικού Υπευθύνου οµώνυµου ερευνητικού έργου του
Επι
χειρησιακού Προγράµµατος Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελµατικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ)
στην Ηµερίδα του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) µε θέµα: «Έρευνα για την ΕΜηνική
Εκπα
ίδευση«. Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000).

Αθήνα Σεπτέμβριος 2000

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  1. 1. Πρωταρχικός Στόχος
  2. 2. Ειδικότεροι Στόχοι
  3. 3. Μεθοδολογία
  4. 4. Αποτελέσµατα

4.1. Τα Όρια της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

4.2. Ποσοτικοποίηση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

4.3. Η Χρηµατοδότηση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

4.4. Η Θέση στην Αγορά Εργασίας των Πτυχιούχων Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

4.5. Η Αποτελεσµατικότητα/Αποδοτικότητα Εκπαίδευσης

4.6. Η Ανάπτυξη της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

5. Επιλεγόµενα

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισάγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθάνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

‘Ή ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΜΑΔΑ: ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ,
Π
ΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΤΟΝ 210 ΑΙΩΝΑ ΩΣ ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
Ε
ΥΡΥΤΕΡΟΥ ΕΚΠΑIΔΕΥΤιΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗΣ
ΕΝΩΣ
ΗΣ‘»

Κωνσταντίνου Α. Κάρµα, M.Phil., Ph.D

1. Πρωταρχικός Στόχος

Αυτό το ερευνητικό έργο έθεσε ως πρωταρχικό στόχο του την αναζήτηση, την συστηµατική
ανάλυση και την παρουσίαση – µε αξιοποίηση όλων των κανόνων της επιστήµης και την εµπειρία
διεθνών οργανισµών όπως ο ΟΟΣΑ, η UNESCO και η Ευρωπαϊκή Ένωση – του υποσυστήµατος της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης σήµερα στην Ελλάδα σε όλες του τις διαστάσεις.

Ο όρος τριτοβάθµια εκπαίδευση ήταν άγνωστος στην Ελλάδα µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του
’80. Άρχισε να ακούγεται µετά την ίδρυση των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων (ΤΕΙ) όταν τα τελευταία – δια των σττουδαστών των κυρίως (που ήθελαν να είναι σττουδαστές πανεπιστηµίων
περισσότερο παρά ΤΕΙ) και δια µιας σηµαντικής µερίδας καθηγητών των (που ήθελαν και αυτοί να
είναι καθηγητές πανεπιστηµίων περισσότερο ή έστω να «ροιάζουν». απέναντι στους σττουδαστές
τους και στην κοινωνία, µε καθηγητές πανεπιστηµίων) – προστταθούσαν να σταθούν ως ισότιµα
ιδρύµατα πλάι στα πανεπιστήµια και στα πολυτεχνεία χωρίς όµως τα τελευταία (ιδιαίτερα τα
πολυτεχνεία) να θέλουν το ίδιο (να σταθούν δηλαδή ισότιµα πλάι στα ΤΕΙ).

Άυτή η αντιπαλότητα είχε – εξακολουθεί να έχει – αρκετά αρνητικά αποτελέσµατα, όχι µόνον
προς την πλευρά των εµπλεκοµένων (ΤΕΙ ή πανεπιστήµια) αλλά προς όλες τις πλευρές εκπαίδευση στο σύνολό της, εργοδοσία, συνδικαλισµό, δικαιοσύνη (που συχνά καλείται να επιλύσει διαφορές), πολιτική (που άλλα υπόσχεται κάποιες κρίσιµες στιγµές, για να κρατήσει εκπαιδευτικές και κοινωνικές ισορροπίες, και άλλα είναι υποχρεωµένη να πράξει τελικώς), Κ.ά.

Ο πρωταρχικός στόχος αυτού του ερευνητικού έργου έχει ως αφετηρία αυτή την αντιπαλότητα
καθώς και µια άλλη αντιπαλότητα παλαιότερα – µεταξύ παιδαγωγικών ακαδηµιών (δασκάλων) και

Εισήγηση Κωνσταντίνου Α Κάρµα. Ερευνητή ΑΒαθµίδας του Κέντρου Προγραµµατισµού και Οικονοµικών
Ε
ρευνών (ΚΕΠΕ), Επιστηµονικού Υπευθύνου οµώνυµου ερευνητικού έργου του Επιχειρησιακού
Προγράµµατος Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελµατικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ) στην Ηµερίδα του Κέντρου
Ε
κπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ) µε θέµα. «Έρευνα για την Ελληνική Εκπαίδευση«. Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000.

ΚΕΠΕιΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνa. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

πανεπιστηµίων (καθηγητών) – η οποία έληξε στα µέσα της δεκαετίας του ’80. Ο τρόπος όµως µε τον οποίο έληξε φαίνεται να έχει επηρεάσει τις εξελίξεις όχι µόνον στο χώρο της τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης, αλλά και της πρωτοβάθµιας και της δευτεροβάθµιας.

2. Ειδικότεροι Στόχοι

Με γνώµονα όλες αυτές τις εξελίξεις οι ειδικότεροι στόχοι στους οποίους αναλύεται ο γενικός
στόχος µας είναι οι εξής

(α) Η οριοθέτηση πάνω σε επιστηµονικές βάσεις του συστήµατος της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης
ως υποσυστήµατος του ευρύτερου εκπαιδευτικού συστήµατος της χώρας

(β) Η αναζήτηση εντός του παραπάνω συστήµατος και η παρουσίαση, µε αναλυτικά και
συγκεντρωτικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, έξι χαρακτηριστικών οµάδων εκπαιδευτικών
ιδρυµάτων (στην πραγµατικότητα υποσυστηµάτων) και συγκεκριµένα των εξής

  1. Των πανεπιστηµίων και των ισότιµων µε τα πανεπιστήµια λοιπών ιδρυµάτων γνωστών ως

ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύµατα (ΑΕΙ)

  1. Των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυµάτων (ΤΕΙ)
  2. Των εκπαιδευτικών µονάδων που είναι ισότιµες µε τα ΤΕΙ
  3. Των ινστιτούτων επαγγελµατικής κατάρτισης (ΙΕΚ) ως ιδρυµάτων της µεταλυκειακής
    εκπαίδευσης αν όχι και της τριτοβάθµιας
  4. Των κέντρων ελευθέρων σττουδών (ΚΕΣ) ως ιδρυµάτων επίσης της ρεταλυκεισκή;
    ικηαίδευοη;
  5. Όλων των άλλων.Εκπαιδευτικών µονάδων που δεν ανήκουν σε µια από τις κατηγορίες 1-5.

(γ) Η αξιολόγηση εκάστου των παραπάνω υποσυστηµάτων χωριστά-συνεπώς και ολόκληρου
του συστήµατος της µεταλυκειακής εκπαίδευσης (αθροιστικά)-µε ιδιαίτερη, ωστόσο, έµφαση
στην αξιολόγηση των πανεπιστηµίων και των ΤΕΙ τα οποία χωρίς καµία αµφισβήτηση ανήκουν
(αυτά τουλάχιστον) στην τριτοβάθµια εκπαίδευση.

(δ) Οι προτάσεις για λήψη διορθωτικών διοικητικών, διαχειριστικών, ακαδηµαϊκών και άλλων
αποφάσεων εκηαιδευηκή; πολιτικής σε όλα τα επίπεδα: τοπικό (επίπεδο ιδρύµατος),
περιφερειακό, εθνικό.

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

(ε) Η συγκριτική ανάλυση της οργάνωσης της χρηµατοδότησης της διοίκησης και της
διαχείρισης της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η
διερεύνηση ειδικότερα της θέσης την οποία θα έχουν τα ιδρύµατα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, προπάντων όµως το Ελληνικό Πανεπιστήµιο, στο υποσύστηµα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον αιώνα που ανατέλλει (210 αιώνα).

3. Μεθοδολογία

Η µεθοδολογία της µελέτης, καθώς αυτή απαιτούσε δύο είδη υπολογισµών – ποιοτικών και
ποσοτικών-ήταν σύνθετη. Ως τέτοια (σύνθετη) αξιοποίησε αρκετά λεmοµερή στατιστικά και άλλα
στοιχεία που µας επέτρεψαν να ανταποκριθούµε στις απαιτήσεις της καλύτερα. Αρκετά από αυτά τα
στοιχεία είναι πρωτογενή και εξασφαλίστηκαν µέσα από κατάλληλα, για κάθε περίmωση,
ερωτηµατολόγια ή/και προσωπικές συνεντεύξεις.

4. Αποτελέσµατα

Στη βάση των ανωτέρω η ολοκλήρωση του ερευνητικού έργου αποκαλύmει, – για τα όρια, την
ποσοτικοποίηση, τη χρηµατοδότηση, τη θέση στην αγορά εργασίας των mυχιούχων τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης, την αποτελεσµατικότητα/αποδοτικότητα. και την ραγδαία ανάmυξη τη δεκαετία του
εννενήντα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης – πολύ συνοmικά. τα εξής

4.1. Τα Όρια της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Τα όρια της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης (ΤΕ) στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν – εξακολουθούν και
µετά την ψήφιση του Ν.2817/2000 που κάνει λόγο στο άρθρο 16 για δύο τοµείς τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης (τον πανεπιστηµιακό και τον τεχνολογικό) να µην είναι – ευδιάκριτα. Ο νοµοθέτης,
χωρίς να έχει ορίσει ποτέ ποια εκπαιδευτικά ιδρύµατα και κάτω από ποιες προϋποθέσεις µπορούν
να εντάσσονται σε αυτό το οποίο διεθνώς έχει ορισθεί ως τριτοβάθµια εκπαίδευση, χαρακτηρίζει για
πρώτη φορά το 1983 – από όλα τα γνωστά µετά το 1950 ιδρύµατα της µεταλυκειακής εκπαίδευσης
στην Ελλάδα – ως τριτοβάθµια εκπαιδευτικά ιδρύµατα µόνον τα ΤΕΙ (Ν.1404/1983). Τα πανεπιστήµια, τα πολυτεχνεία και έξι άλλα ισότιµα ιδρύµατα/σχολές της µεταλυκειακής εκπαίδευσης (Γεωπονική, Εµπορική, Πάντειο. Βιοµηχανική Πειραιώς, Βιοµηχανική Θεσσαλονίκης και Καλών Τεχνών Αθηνών) – οριζόµενα πάντοτε στην ελληνική εκπαιδευτική νοµοθεσία ως «ανώτατα» µε όλα

‘.

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

τα άλλα «ανώτερα» – εθεωρούντο defacto ιδρύµατα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης. Συνεπώς ούτε τότε (1983) ήταν υποχρεωµένος ο νοµοθέτης να µας πει ούτε τώρα (2000) να επαναλάβει κάτι το αυτονόητο για τα ΑΕΙ. Ότι δηλαδή ήταν πάντοτε και είναι ιδρύµατα της τριτοβάθµιας εκπαίδευσης.

Αυτή η διακριτική µεταχείριση (χωρίς να έχει ωφελήσει τελικώς τα ΤΕΙ) έχει δηµιουργήσει µιαν
αδικαιολόγητη αντιπαλότητα των ΤΕΙ µε όλα τα άλλα ιδρύµατα της µεταλυκειακής εκπαίδευσης, και
ιδιαίτερα µε τα πολυτεχνεία, µε σοβαρές συνέπειες στην αγορά εργασίας για τους mυχιούχους τόσο
των ΤΕΙ όσο και των πανεπιστηµίων-πολυτεχνείων. Αυτό που είναι σε όλους γνωστό στην
Ευρωπαϊκή Ένωση ως κοινοτικό κεκτηµένο (aquis communautaire) στην Ελλάδα ο κόσµος των ΤΕΙ –
σε ό,ΤΙ αφορά την άσκηση ορισµένων επαγγελµάτων από ορισµένους mυχιούχους ιδρυµάτων
τριτοβάθµιας εκπαίδευσης – προσπαθεί να το υπερκεράσει και ο κόσµος των πανεπιστήµιων και
πολυτεχνείων να το παρακάµψει µε δικαιολογηµένες και αδικαιολόγητες, κατά καιρούς, πιέσεις προς τον πολιτικό κόσµο και προς την δικαιοσύνη.

4.2. Ποσοτικοποίηση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Η ασάφεια ως προς τα όρια της ΤΕ είναι φυσικό να επηρεάζει και τα ποσοτικά µεγέθη που
δίδουν προς τα έξω την εικόνα της ΤΕ. Τα στοιχεία για παράδειγµα της Εθνικής Στατιστικής
Υπηρεσίας Ελλάδος (ΕΣΥΕ), του Γενικού Λογιστηρίου. της Γενικής Γραµµατείας Έρευνας και
Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), και αυτών τούτων των ιδρυµάτων (αθροιστικά από επιµέρους ερευνητές), ποτέ
δεν δίδουν την ίδια εικόνα έστω και κατά προσέγγιση. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξει
ιδιαίτερα ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής στο µέλλον.

4.3. Η Χρηµατοδότηση της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Υπολογισµοί της δηµόσιας και της ιδιωτικής δαπάνης για ΤΕ οδηγούν σε διαφορετικά
αποτελέσµατα όταν γίνονται, όχι στη βάση υπολογισµών των Εθνικών Λογαριασµών (συνηθέστερα), αλλά στη βάση εσόδων (από όλες τις πηγές) και εξόδων (για όλες τις αιτίες) αυτών τούτων των ιδρυµάτων. Στη βάση τέτοιων υπολογισµών, δύο χαρακτηριστικών ιδρυµάτων (ενός πανεπιστηµίου και ενός ΤΕΙ ως πρότυπα), το γενικό συµπέρασµα είναι ότι σηµαντικές διαφορές του κόστους ανά φοιτητή υπάρχουν. όχι µόνον µεταξύ επιστηµονικών πεδίων (π.χ. βιολογίας και

οικονοµικών), αλλά και µεταξύ ιδρυµάτων για το ίδιο επιστηµονικό πεδίο. Επίσης σηµαντικές διαφορές υπάρχουν ως προς τις κινήσεις των ειδικών λογαριασµών των ιδρυµάτων.

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

Μερικά ιδρύµατα χάρις στους Ειδικούς Λογαριασµούς, τους οποίους µπορούν πλέον να τηρούν
– παράλληλα προς τους λογαριασµούς τους οποίους απαιτεί µε πολύ αυστηρότερους κανόνες
Δηµοσίου Λογιστικού το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους – εγγράφουν στο σκέλος των εσόδων τους
υπολογίσιµα κονδύλια εις αντάλλαγµα ερευνών ή άλλων υπηρεσιών µη άµεσα όµως συνδεοµένων
(των ερευνών και υπηρεσιών) µε την εκπαίδευση αυτών τούτων των σπουδαστών τους αλλά µε την
εκπαίδευση (κατάρτιση, επανακατάρτιση, µόρφωση, επιµόρφωση, κτλ.) τρίτων.

Τα υπόψη ιδρύµατα για να µπορούν στα πλαίσια του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ) ή στα πλαίσια άλλων εθνικών ή/και ευρωπαϊκών προγραµµάτων, να αντλούν πόρους από επιχειρησιακά προγράµµατα και άλλων υπουργείων, πέραν εκείνων του Υηουρνείου Παιδείας, έχουν προσαρµοσθεί επιχειρησιακά ανάλογα. Έχουν ιδρύσει Κέντρα Επαγγελµατικής Κατάρτισης (ΚΕΚ) ή έχουν συνεργασθεί µε τέτοια κέντρα και µε διάφορα άλλα εξωπανεπιστηµιακά όργανα σε τρόπο ώστε να νοθεύεται, συχνά, η εκπαιδευτική τους αποστολή µε µια άλλη γενικότερη αποστολή, την επιχειρηµατική.

Η τελευταία αποστολή δηµιουργεί πράγµατι έσοδα για τα ιδρύµατα τριτοβάθµιας εκπαίδευσης
και. κατακολουθίαν, πρόσθετα έσοδα για το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό των ιδρυµάτων,
είναι όµως αµφίβολο αν ωφελούνται από τέτοιες δραστηριότητες οι φοιτητές, ενώ είναι βέβαιο ότι δεν ωφελούνται τα ΚΕΚ και όλα τα άλλα σχετικά εξωπανεπιστηµιακά κέντρα (δηµόσια και ιδιωτικά).

Τα τελευταία αν και έχουν συσταθεί να παρέχουν βραχυχρόνιες κυρίως µορφές άτυπης
εκπαίδευσης σε µέλη του εργατικού δυναµικού – δηλαδή συνεχιζόµενη εκπαίδευση σε.εργαζόµενους για βελτίωση της παραγωγικότητας ή/και σε ανέργους για εξεύρεση άλλης καταλληλότερης εργασίας εκείνης την οποία έχασαν (χωρίς κατανάγκην οι διδάσκοντες στα ΚΕΚ να είναι διδάκτορες όπως στα πανεπιστήµια, αλλά έµπειροι επαγγελµατίες) – βρίσκουν µπροστά τους, ανταγωνιστικά, τα πανεπιστήµια και τα ΤΕΙ.

Των τελευταίων, ως γνωστόν, κύρια αποστολή είναι η µακροχρόνια εκπαίδευση φοιτητών
(τελειοφοίτων δηλαδή λυκείων εκτός εργατικού δυναµικού) να γίνουν επιστήµονες ή τεχνολόγοι. Προ τέτοιων διεκδικήσεων, κερδισµένοι στην άντληση πόρων (για εκπαίδευση δήθεν και για έρευνα όχι όµως των φοιτητών τους) βγαίνουν τα πανεπιστήµια και τα ΤΕ\ επειδή το εκπαιδευτικό κύρος των τελευταίων είναι µεγαλύτερο.

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθάνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

Έχει ασκηθεί όµως σοβαρή κριτική εις βάρος πανεπιστηµίων και ΤΕΙ. Ιδιαίτερα, εις βάρος,
εκείνων που επιδίδονται µε µεγαλύτερο ζήλον σε βραχυχρόνιες µορφές εκπαίδευσης – [ή/και σε
άλλες ενδοπανεπιστηµιακές ή/και εξωπανεπιστηµιακές δραστηριότητες, αµφίβολου όµως τυπικής
υποστάσεως όπως Π.χ. τα Προγράµµατα Σπουδών Επιλογής γνωστά ως ΠΣΕ] – από ό,ΤΙ σε
µακροχρόνιες µορφές εκπαίδευσης και αντίστοιχης υποστηρικτικής έρευνας. Οι δεύτερες µορφές
(µακροχρόνιες) είναι ως γνωστόν, εκείνες οι οποίες οδηγούν σε τυπικά και σε ουσιαστικά πολύ
καλύτερους ηροιηψχιακού; και µεταmυχιακούς τίτλους σττουδών [Με άλλα λόγια οδηγούν σε τίτλους
αδιαµφισβήτητης νοµιµότητας και εγκυρότητας].

Τέτοιοι τίτλοι (αδιαµφισβήτητοι) είναι. ως γνωστόν. τα βασικά mUXia στις επιστήµες τα
γράµµατα ή τις τέχνες τα ισότιµα µε τα βασικά mUXia (bachelors) των ξένων πανεπιστηµίων, και τα
µεταmυχιακά mUXia τα ισότιµα. τύποις και ουσία. µε τα µάστερ και τα διδακτορικά των ξένων
επίσης πανεπιστηµίων, κυρίως των δυτικοευρωπαΊκών και των βορειοαµερικανικών. Τέτοιοι δε τίτλοι σηουόών όλων των άλλων παραγόντων σταθερών. εκτιµάται ότι έχουν µεγαλύτερη «βαρύτητα» στην επιστηµονική αγορά εργασίας τόσο την ελληνική όσο και την ευρύτερη ευρωπαϊκή (κυρίως τη δεύτερη).

4.4. Η Θέση στην Αγορά Εργασίας των Πτυχιούχων Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Οι mυχιούχοι τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερα εκείνοι που έχουν συµπληρώσει εκπαίδευση
τεσσάρων τουλάχιστον ακαδηµαϊκών ετών ή περισσότερα (δηλαδή οι mυχιούχοι πανεπιστηµίων και
πολυτεχνείων), αµείβονται καλύτερα στην αγορά εργασίας από ό.ΤΙ οι mυχιούχοι άλλων
χαµηλότερων επιπέδων και ετών εκπαίδευσης παρά τα µεγάλα πλεονάσµατα που, σχεδόν µόνιµα.
παρατηρούνται τις τελευταίες δεκαετίες µεταξύ προσφοράς και ζήτησης mυχιούχων στην
επιστηµονική αγορά εργασίας.

Επίσης οι αµοιβές των τελευταίων αλλά και όλες οι άλλες θεµιτές διεκδικήσεις τους (fridge
benefits). είναι καλύτερες στον δηµόσιο τοµέα από ό.υ στον ιδιωτικό µε αποτέλεσµα να ασκούν
πιέσεις οι mυχιούχοι για µια θέση, κατά πρώτο λόγο, στη δηµόσια διοίκηση (σίγουρη) και, κατά
δεύτερο λόγο, όπου αλλού.

Τα στοιχεία που οδηγούν στις προαναφερθείσες διαπιστώσεις ειναι στοιχεία των

8

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

δειγµατοληmικών ερευνών των οικογενειακών προϋπολογισµών τη; ΕΣΥΕ χωρίς παραπέρα
διάκριση. των mυχιούχων σε mυχιούχους ιδρυµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης του εσωτερικού ή

του εξωτερικού. Επίσης χωρίς διάκριση, των mυχιούχων ως προς τα επιστηµονικά τους πεδία.
Πτυχιούχοι για παράδειγµα του αυτού βαθµού δυσκολίας να εισαχθούν στα πανεπιστήµια, της αυτής χρονικής διάρκειας σττουδών ώσττου να πάρουν το βασικό τους mUXio (π.χ. τέσσερα ακαδηµαϊκά έτη), διαφορετικού όµως πεδίου επιστηµών (π.χ. χρηµατοοικονοµικής έναντι µαθηµατικής ή φιλοσοφικής) έχουν καλύτερες επιδόσεις στην αγορά εργασίας, σε ό,ΤΙ αφορά τις αµοιβές τους. Τα διαθέσιµα όµως στοιχεία δεν επιτρέπουν επαλήθευση ή διάψευση τέτοιων υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο. Τούτο µπορεί να θεωρηθεί ως µια αρνητική διαπίστωση, για την Ελληνική Πολιτεία ως εργοδότη επιστηµόνων στον ελληνικό χώρο, η οποία συνηγορεί για αναζήτηση στοιχείων και για υποστήριξη από την Πολιτεία ερευνών αναλόγων απαιτήσεων, και στην Ελλάδα.

Σχετική µε τα παραπάνω ευρήµατα, για τις επιδόσεις στην αγορά εργασίας των mυχιούχων
τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, είναι και η διαπίστωση ότι η εκπαίδευση, όλων των άλλων παραγόντων
σταθερών, επηρεάζει τη συµµετοχή στο εργατικό δυναµικό ιδιαίτερα των γυναικών.

4.5. Η Αποτελεσµατικότητα/Αποδοτικότητα της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Δεν παρακολουθούνται στην Ελλάδα. από την ΕΣΥΕ, το Υπουργείο Παιδείας ή άλλη Υπηρεσία
σε εθνικό επίπεδο στοιχεία αποτελεσµατικότητας και αποδοτικότητας των ιδρυµάτων τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης για µια συγκριτική αξιολόγηση του παραγόµενου εκπαιδευτικού έργου από ένα έκαστον των ιδρυµάτων ξεχωριστά και από όλα µαζί ως σύνολο. Ενώ υπάρχουν τα σχετικά στοιχεία στις γραµµατείες όλων των ιδρυµάτων – ελλείψει ενός βασικού Γενικού Κανονισµού Σπουδών αποδεκτού από όλα τα ιδρύµατα – κανένας δεν είναι σε θέση, για παράδειγµα, να δώσει’ στον Υπουργό Παιδείας ή/και στον υπουργό Οικονοµικών ως θησαυροφύλακα την εξής πολύτιµη πληροφορία: πόσοι από τους mυχιούχους ενός ακαδηµαϊκού έτους ολοκλήρωσαν τις σττουδές τους εντός των χρονικών ορίων των προβλεποµένων από τους κανονισµούς σττουδών των ιδρυµάτων τους ή εντός χρονικών ορίων πολύ µεγαλύτερων από τα προβλεπόµενα όρια.

Μια τέτοια πληροφορία είναι πολύτιµη γιατί επιτρέπει στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων
εκπαιδευτικής πολιτικής (δηλαδή στους προαναφερθέντες υπουργούς) να αποφασίσουν αν θα
«ανιαµε.ψουν» µε τις αποφάσεις τους τα περισσότερο παραγωγικά και αποτελεσµατικά ιδρύµατα

ΚΕΠΕιΚΕΕ. Εισάγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθάνα, 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

χωρίς κατανάγκην να «τιµωρήσουν» τα λιγότερο παραγωγικά και αποδοτικά.

Περισσότερο χαρακτηριστική όµως παράλειψη είναι εκείνη που δεν επιτρέπει, όχι µόνον στον
Υπουργό Παιδείας ή στον Υπουργό Οικονοµικών, αλλά ούτε στους πρυτάνεις των πανεπιστηµίων όπως και στους προέδρους των ΤΕΙ, να γνωρίζουν ποιοι και πόσοι από τους εισαχθέντες στο πρώτο έτος σττουδών των ιδρυµάτων τους (ένα συγκεκριµένο έτος) είναι (σε κάποιο µεταγενέστερο έτος) σττουδαστές ακόµα του πρώτου έτους σττουδών ως µηδέποτε συµπληρώσαντες τις ακαδηµαϊκές υποχρεώσεις τους να γίνουν σττουδαστές του δεύτερου έτους, ή είναι σττουδαστές του δεύτερου (τρίτου, τέταρτου έτους σττουδών ή mυχιούχοι) ως έχοντες συµπληρώσει κανονικά όλες τις ακαδηµαϊκές τους υποχρεώσεις του πρώτου (δεύτερου τρίτου ή τέταρτου) έτους σττουδών.

Άλλες σοβαρές παραλλείψεις, ενσχέσει προς την αποτελεσµατικότητα και την αποδοτικότητα
των ιδρυµάτων τριτοβάθµιας εκπαίδευσης, είναι και εκείνες για τις επιδόσεις, εντός και εκτός
ιδρυµάτων, του διδακτικού προσωπικού: στη διδασκαλία, στην έρευνα, στην εηοητεία διδακτορικών
ή άλλων διατριβών, στις παρουσιάσεις επιστηµονικών εργασιών σε συνέδρια, και στις δηµοσιεύσεις
τέτοιων εργασιών σε έγκυρα επιστηµονικά περιοδικά και σε άλλα σχετικά έντυπα.

4.6. Η Ανάπτυξη της Τριτοβάθµιας Εκπαίδευσης

Η ολοκλήρωση του ερευνητικού µας έργου, τέλος, αποκαλύmει ότι η ΤΕ στην Ελλάδα έχει
αναητυχθε: τη δεκαετία του ενενήντα ουσιαστικά ανεξέλεγχτα – για να µην χρησιµοποιήσουµε τον
βαρύτερο χαρακτηρισµό «βίαια» – πέρα από κάθε εκπαιδευτική οικονοµική και κοινωνική λογική.

Ποτέ πριν. στην Ελλάδα. το εύρος των προσφεροµένων ευκαιριών εκπαίδευσης σε ιδρύµατα της µεταλυκειακής εκπαίδευσης [πανεπιστήµια, πολυτεχνεία, ΤΕΙ, ελεύθερο ανοικτό πανεπιστήµιο,
προγράµµατα σττουδών επιλογής (Π ΣΕ) σε πανεπιστήµια σε πολυτεχνεία και σε ΤΕΙ, ΙΕΚ, κέντρα
ελευθέρων σττουδών, κ.ά] δεν ήταν τόσο µεγάλο, τα δε αναλυτικά προγράµµατα (curricula) τόσον
αόριστα για τις επιστήµες από τις οποίες αντλούν το περιεχόµενό τους και τόσον ασύνδετα µεταξύ
τους για τις επικαλύψεις:

Και. κυρίως, ποτέ ο αριθµός θέσεων στα προαναφερθέντα ιδρύµατα ή σε αντίστοιχα ιδρύµατα
στο παρελθόν που σήµερα δεν υπάρχουν (παιδαγωγικές ακαδηµίες, ΚΑ ΤΕ/ΚΑ ΤΕΕ, ανώτερες
ιδιωτικές σχολές ισότιµες µε τα ΚΑ ΤΕΕ, κ.ά) δεν ήταν µεγαλύτερος από την δυνητική ζήτηση
τριτοβάθµιας εκπαίδευσης την οποία δηµιουργούν 80 µόνον χιλιάδες περίπου απόφοιτοι της
δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης σήµερα, ένανη 100 χιλιάδων και πλέον τις δεκαετίες που

ΚΕΠΕιΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

προηγήθηκαν.

Η ανάmυξη αυτή σήµερα – ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, παρά το γεγονός ότι γίνεται µε την
σφραγίδα του Κράτους – είναι ονοµαστική, περισσότερο, παρά ουσιαστική. Εκφράζονται σοβαροί φόβοι ότι στο τέλος (πολύ σύντοµα δηλαδή) δεν θα υπάρξει ζήτηση για ολόκληρο το εύρος των
προσφεροµένων «ευκαιριών». Μερικά τµήµατα πανεπιστηµίων και ΤΕΙ – για τα οποία είναι να απορεί
κανείς για τους τίτλους (λογότυπους) τους οποίους φέρουν – δεν κάνουν τίποτα καλύτερο από το να
εγκλωβίζουν νέους τελειόφοιτους λυκείου για τέσσερα χρόνια στις εγκαταστάσεις τους για να τους
αποκόψουν από κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα και να τους στείλουν, στο τέλος, µε
αδιάψευστα πιστοποιητικά, τα mUXia τους – κίβδηλα για οποιαδήποτε επιστήµη – κατευθείαν στην
ανεργία.

Το µόνο όφελος, από τέτοιες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, η απασχόληση των διδασκόντων
στα υπόψη τµήµατα οι οποίοι διαφορετικά θα ήταν άνεργοι. Αν µε τέτοια τµήµατα έχει την πρόθεση ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής πολιτικής (Υπουργός Παιδείας) να καλύψει τη µεγάλη κοινωνική ζήτηση για τριτοβάθµια εκπαίδευση – υποσχόµενος ασυνήθιστες για τα ελληνικά
δεδοµένα αυξήσεις του αριθµού εισακτέων µε παράλληλη «δήθεν» κατάργηση των εισαγωγικών
εξετάσεων – καλύτερα να µην το κάνει.

Το θέµα της πρόσβασης των τελειοφοίτων δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης στην τριτοβάθµια, και
των δήθεν «ευκαιριών άνευ εξετάσεων», είναι το σοβαρότερο ίσως πρόβληµα της ελληνικής
εκπαίδευσης σήµερα. Και ως τέτοιο, είναι κάτι που επιβάλλεται, στη βάση των αποτελεσµάτων αυτής της έρευνας, να το προσέξει πολύ ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής πολlτικής.
Επιβάλλεται να το προσέξει άµεσα και τούτο για τον εξής κυρίως λόγο: Γιατί, στο όνοµα της
διεύρυνσης της µαζικοηοίηοη; και των φαινοµενικά ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης µετά. το λύκειο, η
ΤΕ ονοηιύσσειω ποσοτικά µε διορισµούς καθηγητών και µε δηµιουργία υποδοµών (µε εθνικούς
αλλά και µε ευρωπαϊκούς πόρους) όχι όµως και ποιοτικά.

Τους χρηµατικούς και τους ανθρώπινους πόρους που απορροφά η µεταλυκειακή εκπαίδευση
στην Ελλάδα (για να µην περιοριστούµε σε κριτική µόνο στην οριζόµενη ως τριτοβάθµια) µπορεί να
τους έχουν µεγαλύτερη ανάγκη άλλες κατηγορίες εκπαίδευσης και ιδιαίτερα κάποιες της
δευτεροβάθµιας. Όµως, τούτο, δεν ήταν αντικείµενο αυτού του ερευνητικού έργου.

ΚΕΠΕιΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

5, Επιλεγόµενα

Η µεταδευτεροβάθµια εκπαίδευση στην Ελλάδα, αφού παρέµεινε για πολλά χρόνια στην
νεοελληνική της ιστορία σε στασιµότητα, άρχισε να αναmύσσεται, ως τριτοβάθµια εκπαίδευση, τα
τελευταία 25 χρόνια.

Αρχικά η ανάmυξη υπήρξε θεσµική: νόµοι πλαίσια για τα ΚΑ ΤΕ/ΚΑ ΤΕΕ και ενσυνεχεία για τα
ΤΕΙ, για τα πανεπιστήµια και τα πολυτεχνεία και, τελευταία, για τα ΙΕΚ. Ακολούθησε, τη δεκαετία του
ογδόντα, και µια σηµαντική ποσοτική ανάmυξη µε περιορισµένα όµως χρηµατικά µέσα. Τούτο είχε
κάποιες αρνητικές επιmώσεις στην ποιότητα των προσφεροµένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, αλλά
φαίνεται ότι, µετά από πολλά χρόνια στασιµότητας, η ανάmυξη, έστω χωρίς τους επιβαλλόµενους
αυστηρούς ελέγχους της ποιότητας, ήταν αναπόφευκτη.

Η µεγάλη κοινωνική ζήτηση (τότε και τώρα) για πανεπιστηµιακή εκπαίδευση και η επιτακτική
διεκδίκηση (από δηµάρχους, µητροπολίτες, νοµάρχες και άλλους τοπικούς παράγοντες) να
θεµελιώσει η Πολιτεία και στον τόπο τους, αν όχι ένα πανεπιστήµιο ή ΤΕΙ τουλάχιστον ένα τµήµα
πανεπιστηµίου ή ΤΕΙ ως παράρτηµα, ανάγκαζε τον υπεύθυνο λήψης αποφάσεων εκπαιδευτικής
πολιτικής (Υπουργούς Παιδείας και Οικονοµικών, κυρίως όµως τον πρώτο) να χαµηλώνει όλο και
περισσότερο τους «πήχεις ικανοτήτων» των διεκδικούντων µια θέση στα πανεπιστήµια και στα ΤΕΙ:
είτε ως υποψηφίων σττουδαστών (εισακτέων) είτε ως υποψηφίων µελών διδακτικού ερευνητικού
προσωπικού (ΔΕΠ).

Μετά το 1989 – χάρις σε σηµαντικούς χρηµατικούς πόρους που εισέρευσαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση µε το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ) – η ανάmυξη ήταν «εκρηκτική». Για λόγους γρήγορης απορρόφησης πόρων αλλά και για αρκετούς άλλους λόγους (κοινωνικούς κυρίως αλλά ενπολοίς και πολιτικούς) η ανάmυξη µπορούµε να πούµε ότι ήταν, στην κυριολεξία, ανεξέλεγκτη.

Τα ΚΑ ΤΕΕ, τα οποία θεµελιώθηκαν τη δεκαετία του εβδοµήντα ως ουσιασηκά ιδρύµατα
τριτοβάθµιας εκπαίδευσης για να καλύψουν ένα σοβαρό κενό µεταξύ λυκείων και πανεπιστηµίων,
µετεξελίχθηκαν τη δεκαετία του ογδόντα, και µάλιστα πολλαπλασιαστικά, σε ΤΕΙ. Φραστικά η
µετεξέλιξη αυτή ονοµάσθηκε «αναβάθµιση» για να καλυφθούν δήθεν ουσιαστικές ανάγκες της
ελληνικής οικονοµίας. Στην πραγµατικότητα όµως η µετεξέλιξη έγινε για να χρησιµοποιηθούν τα ΤΕΙ
ως κυµατοθραύστες της µεγάλης ζήτησης πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης.

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρiου 2000

Σήµερα τα ΤΕΙ λόγω των µεγάλων διαστάσεων που έχουν πάρει – και σε απόσταση αναπνοής
από τα πανεπιστήµια (σε ό,ΤΙ αφορά βέβαια τα προmυχιακά µόνον προγράµµατα των
πανεπιστηµίων) – λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τα πανεπιστήµια. Τα δε πανεπιστήµια
(λειτουργούν) ανταγωνιστικά προς όλες τις άλλες µορφές της µεταδευτεροβάθµιας εκπαίδευσης.
[Ακόµα και προς τα ΙΕΚ τα οποία ιδρύθηκαν την δεκαετία του εννενήντα για να καλύψουν το εκπαιδευτικό κενό µεταξύ λυκείων πανεπιστηµίων το οποίο κάλυmαν τα ΚΑ ΤΕΕ αλλά το
εγκατέλειψαν για να µετεξελιχθούν όπως προείπαµε σε ΤΕΙ].

Η ίδρυση, τη δεκαετία του ενενήντα, τµηµάτων στα πανεπιστήµια και στα ΤΕΙ µε περιφραστικούς τίτλους χωρίς κανένα επιστηµονικό αντίκρισµα, η θεµελίωση παραρτηµάτων πανεπιστηµίων και ΤΕΙ προς ικανοποίηση κοινωνικών και πολιτικών αιτηµάτων περισσότερο παρά εκπαιδευτικών, η εγκαθίδρυση ΠΣΕ σε πανεπιστήµια και σε ΤΕΙ που δεν έχουν ακόµα αποκτήσει την αυτονοµία τους και τα µέσα (τους υλικούς δηλαδή και τους ανθρώπινους πόρους που είναι απαραίτητοι για τέτοιες καινοτοµίες), και η δραστηριοποίηση πανεπιστηµίων και ΤΕΙ σε πεδία άλλα από την κύρια αποστολή τους, (για να κερδίσουν προφανώς µεγαλύτερα εισοδήµατα οι διδάσκοντες, όχι όµως περισσότερες γνώσεις και εµπειρίες οι σττουδαστές) είναι µερικά από τα δείγµατα της αλόγιστης και επιπόλαιης ανάmυξης.

Αυτό που χρειάζεται η τριτοβάθµια εκπαίδευση στην Ελλάδα σήµερα δεν είναι η δηµιουργία
εβδοµήντα νέων τµηµάτων – κατά τα λεχθέντα του πρώην Υπουργού Παιδείας, καθυπόδειξιν
προφανώς κάποιων αφανών συµβούλων του – ούτε η δηµιουργία στα ιδρύµατα τριτοβάθµιας
εκπαίδευσης ίσου αριθµού θέσεων µε τον αριθµό τελειοφοίτων λυκείου. Ποτέ η προσφορά
τριτοβάθµιας εκπαίδευσης στη Ελλάδα αλλά και σε καµία άλλη χώρα δεν ήταν – δεν πρέπει να είναι
– ίση µε την δυνητική ζήτηση τριτοβάθµιας εκπαίδευσης.

Αυτό που χρειάζεται περισσότερο η χώρα µας, σήµερα, είναι η σύµmυξη κάποιων
επιστηµονικών πεδίων στα πανεπιστήµια και η εναρµόνισή τους µε τα πεδία. τεχνολογικών
επιστηµών και σττουδών στα ΤΕΙ, στη βάση των εξής γενικών αρχών:

Τα µεν πρώτα (πανεπιστήµια) ως ΝΠΔΔ να επιδίδονται στις µεταmυχιακές κυρίως σττουδές και
στην σχετική έρευνα. [Εκείνα φυσικά τα πανεπιστήµια και κυρίως εκείνα µόνον τα τµήµατα, τα οποία
διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο εγκαταστάσεις και το ανάλογο. πολύ υψηλής στάθµης, ΔΕΠ,
όχι κατανάγκην όλα]. Και όλα τούτα, για τα πανεπιστήµια, µε χρηµατικούς πόρους που θα αντλούν

ΚΕΠΕ/ΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

όχι µόνον από τον Γενικό Προϋπολογισµό του Κράτους αλλά και από άλλες πηγές, µη
αποκλειοµένων ακόµα και των σττουδαστών αν κάποιος δηµόσιος φορέας ή κοινωνικός φορέας,
άλλος από το Υπουργείο Παιδείας, τους δώσει το «τίµηµα» (να το καταβάλουν στον ταµία του
ιδρύµατός τους) ώστε να µην παραβιάζεται η αρχή της δωρεάν παιδείας του Συντάγµατος.

Τα δε δεύτερα (ΤΕΙ) – µε χρηµατικούς πόρους που θα αντλούν κι αυτά όχι µόνον από τον Γενικό
Προϋπολογισµό του Κράτους αλλά και από άλλες πηγές όπως τα πανεπιστήµια – να επιδίδονται
σικ, ηροηιυχιακ«; κυρίως σπουδές παράλληλα προς τεχνολογικές εφαρµογές, ως ΝΠΔΔ µερικά από
αυτά, αλλά και ως ΝΠΙΔ ενδεχοµένως µερικά άλλα, την στιγµή κατά την οποία το άρθρο 16 του
Συντάγµατος του 1975, δεν απαγορεύει σε κάποια µη πανεπιστηµιακά ιδρύµατα να λειτουργούν ως
ιδιωτικά αν έτσι το θέλει κάθε φορά ο νοµοθέτης.

Ο νοµοθέτης σήµερα θέλει όλα τα ΤΕΙ να λειτουργούν ως ΝΠΔΔ (Ν.1404/1983). Είναι στη
διακριτική του ευχέρεια όµως να επιτρέψει την λειτουργία και κάποιων ΤΕΙ ως ΝΠΙΔ. [Σε τέτοια
εκπαιδευτικά ιδρύµατα τριτοβάθµιας εκπαίδευσης δεν εµποδίζεται σε τίποτα ο έλληνας
θησαυροφύλακας από το άρθρο 16 του Συντάγµατος να χορηγεί άµεσα ή έµµεσα

χρηµατικούς πόρους αν θέλει για να παραµένει πιστός πάντοτε στην αρχή της δωρεάν παιδείας του
άρθρου 16 του Συντάγµατος].

Ωστόσο µια τέτοια επιλογή του νοµοθέτη, εφόσον χρειασθεί να την κάνει κάποτε στο µέλλον,
πρέπει να την κάνει κάτω από µια πολύ ουσιαστική επίγνωση για τον ίδιο και µια πολύ ουσιαστική
επίσης προϋπόθεση για τους φιλόδοξους «επικεφαλής» τέτοιων ιδρυµάτων: «ηροέδρου;».
«ηρυιόνεκ;», «γενικούς διευθυντές», ‘Έπιχειρηµατίες» ή όπως αλλιώς µπορεί να βλέπουν τους εαυτούς
τους στα υπόψη ΝΠΙΔ οι ιδιοτελείς και οι ανιδιοτελείς ·Όναµένοντες».

Την επίγνωση δηλαδή και την προϋπόθεση ότι, η εκπαίδευση δεν είναι ένα ιδιωτικό µόνον
αγαθό. Είναι κατεξοχήν ένα κοινωνικό αγαθό και τα υπόψη ΝΠΙΔ δεν µπορούν -..: δεν πρέπει να
µπορούν – να λειτουργούν στη βάση της βούλησης των ‘Έπικεφαλής» αυτών των ιδρυµάτων (ιδιωτών
ή όχι δίκην σχολαρχών) αλλά στη βάση κανόνων που εγγυώνται τη βούληση της Πολιτείας.
Κανόνων, δηλαδή, για τις ακαδηµαϊκές απαιτήσεις υποχρεώσεις και ελευθερίες, ανάλογων προς
εκείνους και για τα ΝΠΔΔ τα κατοχυρωµένα, ως τέτοια. από το άρθρο 16 του Συντάγµατος.

Στα πλαίσια ενός τέτοιου υποσυστήµατος τριτοβάθµιας εκπαίδευσης έχει θέση και ένα
πανεπιστήµιο ικανό να ανταποκρίνεται στη ζήτηση πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης από Έλληνες της

ΚΕΠΕιΚΕΕ. Εισήγηση Κων. Α. Κάρµα στην Ηµερίδα του ΚΕΕ στην Αθήνα. 21-23 Σεπτεµβρίου 2000

ηµεδαπής και της αλλοδαπής, αλλά και από µη Έλληνες κάθε εθνικότητας, που θέλουν να
σπουδάσουν – µια από τις αδιαµφισβήτητες (γνωστές) επιστήµες, τα γράµµατα ή τις (καλές) τέχνες-
«Ελληνικά».

Οι προσδοκίες από ένα τέτοιο πανεπιστήµιο είναι πολύ µεγάλες για Έλληνες και µη Έλληνες. Τα χρονικά όµως περιθώρια δεν µας επιτρέπουν παρουσίαση της οραµατιζόµενης αποστολής, των
εκτιµόµενων εισροών και των αναµενόµενων αποτελεσµάτων (εκροών) ενός τέτοιου ιδρύµατος-
άσβεστου πυρήνα της ελληνικής σκέψης και δηµιουργίας, παλαιάς (κάθε φορά) και σύγχρονης
(επίσης κάθε φορά).

Αυτό που µας επιτρέπουν (τα χρονικά όρια) είναι να διαµηνύσουµε προς κάθε κατεύθυνση ότι
ένα τέτοιο πανεπιστήµιο, ενώ πρέπει να υποστηριχθεί µε όλα τα µέσα-από τον απανταχου
ελληνισµό (και φιλελληνισµό) ώστε να λειτουργεί µε πραγµατική διοικητική, οικονοµική και
ακαδηµαϊκή αυτονοµία-δεν πρέπει ποτέ να χρησιµοποιηθεί από κανέναν και για κανένα λόγο, ως
µέσον ικανοποίησης έστω και ελάχιστου µέρους της κοινωνικής ζήτησης πανεπιστηµιακής
εκπαίδευσης τα κριτήρια εισόδου διδασκόντων και διδασκοµένων. σε αυτό το πανεπιστήµιο, πρέπει
να είναι πολύ υψηλά, πρέπει να είναι αποκλειστικά και µόνον επιστηµονικά.

Επιστηµονικός Υπεύθυνος Ερευνητικού Έργου

Κάρµας Κωνσταντίνος (M.Phil., Ph.D), Ερευνητής Α’ ΚΕΠΕ

Βασικά Μέλη Ερευνητικής Οµάδας

Βολουδάκης Ευάγγελος (Ph.D), οικονοµολόγος, Κολλέγιο Deree, Αθήνα.

Γαβριήλ Αµαλία (Β.Α, M.Sc.), καθηγήτρια εφ. Η/Υ και πληροφορικής, ΤΕΙ Ηπείρου.
Γεωργακόπουλος Θεόδωρος (D.Phil.), πρόεδρος Τµήµατος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών,
Οικονοµικού Πανεπιστηµίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ).

Δήµου Γεώργιος (Dr.), αντιπρύτανης, Πανεπιστήµιο lωαννίνων.
Ζωντήρος Δηµήτριος (M.Sc.), οικονοµολόγος, ΤΕΙ Αθηνών.
Θεοδωρόπουλος Ιωάννης (Dr.), αν. καθηγητής φιλοσοφίας Παν. Κρήτης.
Καλτσίκης Παντούσης (Ph.D), καθηγητής, Γεωπονικό Πανεπιστήµιο.
Κανελλόπουλος Κων/νος (Μ.Α, Ph.D), Ερευνητής ΑΊ ΚΕΠΕ.

Καρατζιά Ελένη (Ph.D), πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Αθήνα.
Κεχαγιάς Χρήστος (Ph.D), καθηγητής, ΤΕΙ Αθηνών.

Κοντός Παναγιώτης (Μ.Α., Δρ.), Γεν. Γραµµατέας Πανεπιστηµίου Αθηνών.
Λαµπρόπουλος Χάρης (Ph.D), επ. καθηγητής, Πανεπιστήµιο Πατρών.
Μαυροµαράς Κων/νος (Ρη.θ), αν. καθηγητής, University of Aberdeen, England.
Μητράκος Θεόδωρος (Ph.D), οικονοµολόγος, Τράπεζα της Ελλάδος.

Παλαιοκρασσάς Σταµάτης (M,Sc., Ph,D), Σύµβουλος ΑΊ Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Αθήνα.

Σοφιανός Χρυσόστοµος (Μ,Α., Ph,Dj, Γραµµατέας Υπουργικού Συµβουλίου Κυπριακής
Δηµοκρατίας, πρώην Υπουργός Παιδείας.

Σφακιανάκης Μιχάλης (Ρίι.θ), µαθηµατικός-στατιστικός, ερευνητής ΚΕΠΕ, ετηκ. καθηγητής
Πανεπιστήµιο Πειραιώς.

Φράγγος Νικόλαος (Ph.D), αν. καθηγητής, Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών,
Ψαχαρόπουλος Γεώργιος (Ph.D), οικονοµολόγος.

Σχολιάστε